- ἐγένου
- γίγνομαιcome into a new state of beingaor ind mid 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμποδιστής — ο (AM ἐμποδιστής) αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, ἐμποδιστής ἐγένου», Διγ. Ακρ.) νεοελλ. (αθλητ.) ο αθλητής που ασχολείται ειδικά με το άθλημα δρόμος μετ εμποδίων … Dictionary of Greek
μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός … Dictionary of Greek